- ἀνάκειται
- ἀνάκειμαιto be laid uppres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνακεῖται — ἀνακέομαι repair pres ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάκειμαι — (Α ἀνάκειμαι) βρίσκομαι σε κάποιον χώρο ως αφιέρωμα, είμαι αφιερωμένος (ειδ. για αγάλματα «είμαι ανιδρυμένος, έχω ανεγερθεί») αρχ. 1. θεωρούμαι ως έργο κάποιου, αποδίδομαι σ αυτόν 2. εξαρτώμαι 3. ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω 4. φρ. «πᾱν… … Dictionary of Greek